- τρύγινος
- -ίνη, -ον, Α1. ο παρασκευαζόμενος από τρυγία2. (κυρίως το ουδ. ως ουσ.) τὸ τρύγινονονομασία μαύρης χρωστικής ουσίας, βαφής που παρασκευαζόταν από την τρυγία.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός + κατάλ. -ινος (πρβλ. λίθ-ινος)].
Dictionary of Greek. 2013.